ἡμιδακτύλιον

ἡμιδακτύλιον
ἡμι-δακτύλιον [ῠ], τό,
A half-finger's breadth, IG22.1013.25, 5(1).1390.16 (Andania, i B.C.), Plb.6.23.11, Ph.Bel.65.3, Plu.2.935d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημιδακτύλιον — ἡμιδακτύλιον, τὸ (Α) επιγρ. μισός δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δακτύλ ιον] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιδακτύλιον — half finger s breadth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιδακτυλίου — ἡμιδακτύλιον half finger s breadth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιδακτυλίων — ἡμιδακτύλιον half finger s breadth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • πενθημιδακτύλιος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος ίσο με δυόμισυ δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιδακτύλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”